- ηδυλύρης
- ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α)1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα2. επίθ. τού Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + λύρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυλύρης — singing sweetly to the lyre masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)